σπεκουλάρω

σπεκουλάρω
Ν
1. κερδοσκοπώ
2. μτφ. εκμεταλλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculare «παρατηρώ, υπολογίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπεκουλάρω — σπεκουλάρω, σπεκουλάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπεκουλάρω — (λ. ιταλ.), σπεκουλάρισα, κερδοσκοπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπεκουλάρισμα — το, Ν [σπεκουλάρω] 1. κερδοσκοπία 2. μτφ. εκμετάλλευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”